Pages

Wednesday, October 2, 2013

Eternal City, Eternal Love...




Ήταν το τελευταίο μου απόγευμα στην Αιώνια Πόλη μετά από μια εβδομάδα περιήγησης στα γραφικά στενά της. Το ανέβασμα προς το θόλο της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου ήταν πολύ δύσκολο μέσα από στενά, ελικοειδή και φαινομενικά ατελείωτα σκαλοπάτια. Κάποιοι ένιωσαν κλειστοφοβία και πανικό και γύρισαν γρήγορα προς τα πίσω, άλλοι δυσκολεύτηκαν με το ανέβασμα και έμειναν στη μέση της πορείας ενώ οι υπόλοιποι το παλέψαμε ώστε να φτάσουμε στον προορισμό μας. Άραγε θα άξιζε την ταλαιπωρία; Όταν πια ανέβηκα και έφτασα στο μπροστινό κεφαλόσκαλο του θόλου, αυτό που αντίκρισα ήταν η ίδια η ιστορία. Ένα απαλό αεράκι από τον Τίβερη μας χάιδευε τα πρόσωπα ενώ τα ιριδίζοντα χρώματα του μαγευτικού ρωμαϊκού ηλιοβασιλέματος έπαιζαν με χάρη πάνω στις στέγες της πόλης. Για μια στιγμή έμεινα άναυδος μπροστά σε αυτό το μεγαλείο.

Δεξιά στο βάθος αφουγκραζόμουν τις ιαχές από το Κολοσσαίο καθώς τα αλαλάζοντα πλήθη ζητούσαν από τον αυτοκράτορα να πάρει την τελική του απόφαση για την τύχη ενός γενναίου μονομάχου από την Όστια. Μπροστά μου και στην ευθεία, στο Castel Sant'Angelo, ο Πάπας Ροδερίγος Βοργίας ευλογούσε τους πιστούς λοξοκοιτώντας με ένα σαρδόνιο χαμόγελο την κόρη του Λουκρητία ενώ στα αριστερά μου μπορούσα να ακούσω τον Μιχαήλ Άγγελο να δίνει γοργά τα παραγγέλματα στους τεχνίτες του καθώς έβαζε τις τελευταίες πινελιές στη θρυλική οροφή της Καπέλας Σιξτίνας. Ω! Τι ομορφιά, τι μαγεία! Έμεινα ακίνητος για μερικά λεπτά καθώς η κάψουλα του χρόνου με ταξίδευε νοερά στα μονοπάτια της ιστορίας. Ήταν ένα από τα ωραιότερα πράγματα που θαύμασα στη ζωή μου και λίγα λεπτά αργότερα σκέφτηκα πόσο άξιζε το κοπιώδες ανέβασμα. Η επιβράβευση θέλει κόπο και χρόνο αλλά η γεύση της ολοκλήρωσης με επιτυχία σβήνει τα δύσκολα μονομιάς και στη θέση τους τοποθετεί έναν υπέροχο πίνακα ζωγραφικής με τα χρώματα που ο καθένας από εμάς θα επιλέξει...

Wednesday, September 11, 2013

Πρώτη φορά στο Παρίσι.




Όταν πρωτοεπισκέφθηκα το Παρίσι, το 1997, και κατευθυνόμενος με ταξί γύρω στις 10 το βράδυ από το αεροδρόμιο Charles de Gaulle προς το κέντρο της πόλης, το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν η φωτισμένη Παναγία των Παρισίων στα αριστερά μου κατά μήκος του Σηκουάνα. Ο καιρός ήταν μουντός και τα σύννεφα είχαν στοιβαχτεί άτσαλα στον Παριζιάνικο ουρανό. Άρχισε να ψιχαλίζει όταν ο οδηγός σταμάτησε σε ένα κόκκινο φανάρι. Ένα καραβάκι διέσχιζε νωχελικά τη στιγμή εκείνη τον ποταμό ενώ για πρώτη φορά άκουσα με ρίγος τις θρυλικές καμπάνες της Notre-Dame να δονούν την ατμόσφαιρα με το μελαγχολικά μελωδικό τους ήχο. Ο πατέρας μου είναι λάτρης του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα και ποιητή Βίκτωρ Ουγκώ οπότε με την παρότρυνσή του είχα διαβάσει τους Άθλιους και την Παναγία των Παρισίων. Μπήκα αμέσως στο πνεύμα της πόλης. Εκεί ψηλά στο καμπαναριό θαρρούσα πως θα έβλεπα ολοζώντανο τον Κουασιμόδο να ατενίζει την πόλη με το θλιμμένο του ύφος. Όταν έφτασα στο ξενοδοχείο ήμουν ζαλισμένος και καταγοητευμένος. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή είχα ερωτευτεί το Παρίσι.

Έμεινα μια ολόκληρη εβδομάδα στην πόλη και όταν ήρθε η στιγμή να φύγω θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι καθόμουν σε ένα παγκάκι απέναντι από το Bourse de Commerce και ξέσπασα σε λυγμούς. Δεν ήθελα να πάω πουθενά! Δεν το έχω πάθει ποτέ ξανά αυτό όπου και αν ταξίδεψα ακόμη και όταν στεκόμουν απέναντι από τον αγαπημένο μου Big Ben στο Λονδίνο, όταν βρισκόμουν πάνω στο Empire State Building στη Νέα Υόρκη ή όταν έμενα με το στόμα ανοιχτό καθώς ατένιζα τη Φλωρεντία από το Forte di Belvedere. Το Παρίσι είναι κάτι το μοναδικό, κάτι το ασύλληπτο. Είναι το Παρίσι του Rick και της Ilsa από την ταινία Casablanca, το Παρίσι του Mickey και της Ellen από την ταινία Forget Paris, το Παρίσι του Κουασιμόδου και της Εσμεράλδας, το Παρίσι του Cyrano, της Amélie, του Rémy από το Ratatouille και τέλος το Παρίσι του αθεράπευτα ρομαντικού Gil Pender από το μεθυστικό Midnight in Paris. To Παρίσι είναι για πάντα χαραγμένο στην καρδιά μου και θα μείνει εκεί μέχρι να σφαλίσω τα μάτια μου...

Wednesday, July 24, 2013

Φυγή προς το όνειρο...




Σε μια καστρόπολη θα ζήσω ονειρική, μακριά από αρλεκίνους και ταρτούφους, μακριά από επίδοξους σωτήρες και μεγαλόσχημους αρχοντοχωριάτες, χαμαιλέοντες που κρύβονται στα δύσκολα αλλά και ποντικούς που με προθυμία περισσή ροκανίζουν το δοκάρι. Εκεί θα βρω γαλήνη, θα ξυπνώ το πρωί περιμένοντας την άμπωτη ώστε να κινήσω για την τοπική αγορά για να διαλέξω νόστιμα τυριά, ζουμερά λαχανικά και φρέσκα φρούτα από την ευλογημένη γη της Νορμανδίας. Επιστρέφοντας θα διασχίζω τα μεσαιωνικά σοκάκια και θα περνώ δίπλα από τους παλιούς πετρόκτιστους τοίχους που θα μου ψιθυρίζουν αιώνες ιστορίας, θα πειράζω τον ευτραφή αββά με τα κατακόκκινα μάγουλα, θα τραγουδώ ρομαντικές άριες με τον κουρέα από τη Νάπολη, θα ακούω τα κουτσομπολιά της ημέρας από το φούρναρη με τα παχιά κατάλευκα στριφτά μουστάκια και το εντυπωσιακό ψηλό άσπρο καπέλο που μοιάζει με λοφίο ενώ θα απλώνω μια στρώση από ολόφρεσκο αγελαδινό βούτυρο σε μια αφράτη φρεσκοψημένη μπαγκέτα...

Και καθώς θα φτάνω στο κατώφλι του μικρού μου σπιτικού και θα διαβαίνω την εκατόχρονη ξύλινη πόρτα του, εκεί στην πίσω μεριά του αββαείου, όπου τα βράδια το σκοτάδι είναι πηχτό και του χρόνου ο άνεμος λυσσομανά αλλά όταν γλυκοχαράζει τα ζωηρά τιτιβίσματα από τα χελιδόνια, και η ευωδιά από το θυμάρι και τα αγριολούλουδα ξυπνούν ευχάριστα όλες μου τις αισθήσεις, θα κοντοσταθώ δίπλα στο στενό παράθυρο, θα ατενίσω τον απέραντο ωκεανό και θα αναλογιστώ ως άλλος Βίκτωρ Ουγκώ στη νήσο Guernsey που αχνοφαίνεται στον ορίζοντα, ότι: Η ζωή είναι ωραία όταν τη ζεις με πάθος! Βρες το δικό σου μονοπάτι, πέτα τη μάσκα που σου έμαθαν να φοράς και άδραξε τη μέρα. Σήμερα, γιατί αύριο θα είναι πολύ αργά και όπως έχει πει και ο ίδιος ο Ουγκώ: «Δεν είναι τίποτα να πεθάνεις. Είναι τρομακτικό να μη ζεις». Σε μια καστρόπολη θα ζήσω ονειρική, εκεί στο Mont St. Michel της Νορμανδίας...

Friday, July 12, 2013

Ψευδαισθήσεις...




Το Δεκέμβρη του 60 π.Χ. ο Κικέρωνας, ένας από τους «Πατέρες» της δυτικής κουλτούρας, μέγας φιλέλληνας και δεινός ρήτορας, έγραφε επιστολή από τη Ρώμη στον αδελφό του Κόϊντο, ο οποίος ήταν διοικητής σε πρώην Ελληνικά εδάφη και παραπονείτο για την κατάρα που του έτυχε να διοικεί Έλληνες:

«Ο πολιτισμός είναι ελληνική εφεύρεση, η παιδεία έχει ελληνικές ρίζες και από τις ρίζες αυτές τραφήκαμε κι εμείς σαν έθνος. Γι'αυτούς τους λόγους, είμαστε σήμερα ηθικά υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουμε τους Έλληνες με το σεβασμό που αρμόζει στη μεγάλη τους ιστορία».

Ο Κόϊντος όμως αντέτεινε:

«Αδελφέ μου, έχω κάνει τα πάντα! Και ελληνικά τους μίλησα και επί μακρόν συζήτησα με τους εκπροσώπους τους. Αλλά αυτοί δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, οι μεν διαβάλλουν τους δε και όλοι μαζί κάνουν ότι μπορούν για να φανούν αφερέγγυοι και αναξιόπιστοι. Δεν είμαι βέβαιος αν μισούν τη ρωμαϊκή διοίκηση περισσότερο από ότι επιβουλεύονται ο ένας τον άλλον. Τι έχεις να πεις επ'αυτού;».

Και ο Κικέρωνας απάντησε:

«Τίποτε από αυτά που μου γράφεις δε μου κάνει εντύπωση. Ναι, δυστυχώς, εδώ και πολύν καιρό ο χαρακτήρας των Ελλήνων διαμορφώνεται από την πολιτική τους υποτέλεια παρά από τις παραδόσεις του ένδοξου παρελθόντος τους. Πολλοί από αυτούς έχουν γίνει καιροσκόποι και κόλακες και, όπως διαπίστωσες και μόνος σου, ενώ έχουν ισχνή αίσθηση της σύγχρονης πολιτικής τους κατάστασης, διατηρούν ακέραιη την ικανότητά τους να πλατειάζουν και να θεωρητικολογούν με τον πιο άκαιρο τρόπο. Υπήρξα κι εγώ ο ίδιος, αποδέκτης της ελληνικής επιπολαιότητας και δουλοπρέπειας. Απλώς από έναν ενστικτώδη σεβασμό στο λαμπρό παρελθόν τους προσπαθώ να τους κατανοώ και να πορεύομαι ανάλογα».

Αντιλαμβάνεστε φαντάζομαι τη διαχρονικότητα αυτών των επιστολών που γράφτηκαν πριν από 2000 χρόνια!! Φυσικά τη «ζημιά» την έκανε ο Κικέρωνας, άθελά του, αφού τα «παιδιά» του Κικέρωνα στη Δύση, ενθυμούνται για αιώνες πολλούς τα λόγια του σπουδαίου Ρωμαίου ρήτορα και φιλοσόφου όταν αναφέρονται στην Ελλάδα και τους Έλληνες. Οι μεγάλοι Ευρωπαίοι φιλέλληνες του 18ου και 19ου αιώνα έδειξαν μεγαλύτερη συμπάθεια και κατανόηση για τους «ραγιάδες» της Τουρκοκρατίας και νοσταλγούσαν το ένδοξο ελληνικό παρελθόν με τον ίδιο τρόπο που το νοσταλγούσε και ο Κικέρωνας πριν 1800 χρόνια!!

Τι καταφέραμε λοιπόν ανά τους αιώνες; Σπαταλήσαμε ένα σπουδαίο πολιτιστικό κεφάλαιο με μεγάλη ευκολία, ενώ δεν καταφέραμε ποτέ να σταθούμε στο ύψος της λαμπρής προγονικής μας κληρονομιάς. Συνεχώς βαυκαλιζόμαστε με τα στρεβλά ιδεολογήματα ενός μεγαλείου που είχε ξεθωριάσει πριν καλά καλά γεννηθεί ο Ιησούς! Δε χρειάζεται να κάνω καμία ιστορική αναδρομή αφού τα περισσότερα είναι γνωστά. Οι βυζαντινές φαυλότητες, οι εμφύλιοι σπαραγμοί κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα, οι φατριαστικές αντιλήψεις που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή, ο μεγάλος Εμφύλιος, οι πολιτικοί διωγμοί, η Χούντα κλπ. Μετά λοιπόν από μια σχετικά ήρεμη Μεταπολίτευση επιστρέψαμε πανηγυρικά στο «Τις πταίει;» του Τρικούπη και το «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;» του Καραμανλή. Είναι πραγματικά απορίας άξιον πως καταφέρνουμε και βγάζουμε τα μάτια μας μόνοι μας. Χύνουμε πάντα την καρδάρα με το γάλα κι έπειτα κατηγορούμε την κατσίκα ότι την κλώτσησε!

Κοιτάξτε, ότι ήταν να ειπωθεί ειπώθηκε, τουλάχιστον από εμένα. Τα έχω γράψει πολλές φορές και πολύ αναλυτικά μάλιστα. Συνοψίζοντας λοιπόν έχω να πω τα εξής. Δεν υπάρχει καμία σωτηρία όσο βαδίζουμε σε αυτό το μονοπάτι όσο δηλαδή επιμένουμε να συντηρούμε μούμιες στη φορμόλη. Άλλο η αγάπη για το παρελθόν και άλλο η παρελθοντολαγνεία. Εμείς έχουμε την αταλάντευτη πεποίθηση την οποία καλλιεργούμε μετ'επιτάσεως μάλιστα, ότι όλος ο κόσμος μας χρωστά! Τους δώσαμε τα φώτα και αυτοί τολμούν να μας χρεώνουν το ρεύμα; Αφού λοιπόν τα έκαναν όλα ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και η παρέα τους εμείς το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να εμφανιζόμαστε κατά καιρούς στην πόρτα της Ευρώπης και να λαμβάνουμε τα δέοντα, τα πνευματικά μας δικαιώματα δηλαδή. Από εκεί και πέρα ακολουθεί το ουζάκι μας, το ταβλάκι μας, τα ξενύχτια μας, το αραλίκι μας ενώ οι «ξενέρωτοι» Ευρωπαίοι είναι υποχρεωμένοι να μας τα «σκάνε». Άκου να τους χρωστάμε κιόλας; Αφού λοιπόν μας συμπεριφέρονται έτσι θα φύγουμε κι εμείς από το κοινό νόμισμα και θα ζήσουμε μόνοι μας με τις πατατούλες, τις ελίτσες και τα χωραφάκια μας.

Άλλωστε δεν έχουμε ανάγκη κανέναν αφού διαθέτουμε μια ανταγωνιστική οικονομία, βαριά βιομηχανία, πρωτοποριακή έρευνα σε όλους τους τομείς, ισχυρή παραγωγική βάση, εξειδικευμένο προσωπικό, ευέλικτο δημόσιο τομέα, μηδενική γραφειοκρατία, ανύπαρκτη μαύρη οικονομία, έχουμε έφεση στη διαφάνεια, τη λογοδοσία αλλά και την τιμιότητα, ενώ το χαρακτηριστικό μας γνώρισμα είναι η ανιδιοτελής συναδελφικότητα πάνω και πέρα από συντεχνιακές αντιλήψεις και μικροκομματικά συμφέροντα. Κυρίως όμως διαθέτουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που εδράζεται στις αξίες της κριτικής και ρηξικέλευθης σκέψης, της ενδελεχούς ανάλυσης και της σύγχρονης προσέγγισης των εξαιρετικά καυτών θεμάτων που απασχολούν την ανθρωπότητα. Με αυτά και μόνο είμαστε η ηγέτιδα δύναμη του Δυτικού κόσμου. Γι'αυτό και μας ζηλεύουν, μας επιβουλεύονται και θέλουν να μας καταστρέψουν! Θέλουν να αρπάξουν το καλύτερο χωράφι στη Μεσόγειο. Σκεφτείτε μόνο ότι αν πετάξεις ένα αποτσίγαρο από το ferry boat που πηγαίνει στη Ζάκυνθο θα λαμπαδιάσει όλο το Ιόνιο! Τόσο πετρέλαιο έχει από κάτω. Θέλουν να διαιρέσουν ένα λαό που ζει ειρηνικά, με σταθερές αξίες, χωρίς να δίνει σημασία στα Abercrombie και τις (μαϊμουδένιες) Louis Vuitton. Ένα λαό που σέβεται τους νόμους, σκέπτεται πάντα τους ανθρώπους με κινητικά προβλήματα και παρκάρει μόνο όπου του επιτρέπει η κείμενη νομοθεσία, που χαμογελά το πρωί στο λεωφορείο στον συμπαθή αλλόφυλο/αλλόθρησκο που τολμά να χρησιμοποιεί και αυτός τα δημόσια μέσα συγκοινωνίας και όλα αυτά παρόλο που με την παρουσία του στη χώρα μας έχει «μολύνει» αυτή την «καθαρή» κοινωνία ενώ ως πολιορκητικός κριός ήρθε να διαλύσει την αγαστή μας συνύπαρξη, να συνταράξει το αξιακό μας σύστημα (βλ. φράουλες Μανωλάδας) και να ενσπείρει τη διχόνοια σε μια κοινωνία που πάντα ομονοεί και λύνει τα προβλήματά της μόνο με το διάλογο.

Αγαπητοί μου, ζούμε εδώ και αιώνες στον όμορφο κόσμο των ψευδαισθήσεων. Τα τελευταία χρόνια όμως το γνωρίζουμε κιόλας. Το αποδεχτήκαμε και το μετατρέψαμε σε μια εμετική πραγματικότητα. Βάζουμε το κεφάλι στην άμμο και όντως πιστεύουμε ότι δε μας βλέπει κανείς. Αφού δε βλέπουμε εμείς το πρόβλημα αυτό δεν υπάρχει. Το συλλογικό μας ασυνείδητο έχει μεταμορφωθεί σε μια ενσυνείδητη παρακμή, μια αηδιαστική παραίτηση. Άνθρωποι-σκιές παραδέρνουν χωρίς πυξίδα, σκοπό και στόχο. Μια ολόκληρη γενιά νέων βλέπει τα όνειρά της να εξαφανίζονται και την πόρτα του μέλλοντος ερμητικά κλειστή καθώς προσπαθεί μάταια να αντλήσει δυνάμεις και να βρει κουράγιο στα motivational quotes του facebook. Οι μεγαλύτεροι το γύρισαν ξαφνικά στην αξία των απλών πραγμάτων στη ζωή... Το τιτίβισμα του χελιδονιού το πρωί, το πέταγμα της ακρίδας στον κάμπο, η αίσθηση του καρπουζιού στο στόμα και άλλα τέτοια παρανοϊκά. Ρε πάτε καλά; Λίγδωσε το άντερο για μερικά χρόνια και πήγατε να κατακτήσετε τον κόσμο; Με τι κότσια; Με ποια εφόδια ακριβώς; Με τα δάνεια και τις αρπαχτές; Αναθρέψατε μια γενιά παιδιών με τα έτοιμα και τα δανεικά και την κάνατε να πιστέψει ότι θα γίνει Naomi Campbell, Brad Pitt και Michael Jordan! Αντί να τους μάθετε καμιά τέχνη θελήσατε να φτιάξετε μια στρατιά από γιατρούς και δικηγόρους, το παιδί σας ήταν αιώνιος φοιτητής κι εσείς λέγατε στη θεία Κούλα ότι ο καθηγητής του τον ετοιμάζει για μεταπτυχιακά στο HarvardΜάθατε τα παιδιά να φοβούνται τα πάντα, να είναι καχύποπτα, να μην εμπιστεύονται κανέναν και αυτό συνέβη γιατί η περίφημη δεμένη ελληνική οικογένεια ήταν μια φενάκη, μια οικογένεια Χωραφά που κρατιόταν φαινομενικά ενωμένη όσον καιρό ήταν αποκλεισμένη από τον υπόλοιπο κόσμο με την ΕΡΤ και την ΥΕΝΕΔ και τους περιορισμούς ακόμη και στην εισαγωγή μπανάνας! Το δε εκπαιδευτικό μας σύστημα βρισκόταν και βρίσκεται ακόμη παγιδευμένο ανάμεσα στις Συμπληγάδες Πέτρες των εθνοφυλετικών ιδεοληψιών από τη μία και των ψευδο-επαναστατικών θεωριών από την άλλη. Όσο τα παιδιά συνήθιζαν να βλέπουν τους πατεράδες και τις μανάδες τους να βυθίζονται στην παρακμή της μπουζουκερί και την πολιτική και την κοινωνική σκηνή βουτηγμένη στη διαφθορά, την ανικανότητα, την αναξιοκρατία, τη σκοπιμότητα, τη θρησκοληψία και τη μισαλλοδοξία, τόσο αυτά μεταμορφώνονταν σε πανίσχυρα zombies ανίκανα πια να ξεχωρίσουν ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό.

Έτσι βρεθήκαμε στο ξέφωτο μιας αποκρουστικής δυστοπίας περιμένοντας τα τέρατα στην άλλη πλευρά της πεδιάδας. Ακούμε τους βρυχηθμούς, βλέπουμε κάτι σκιές να κινούνται άτσαλα και αντί να αποδεχτούμε την κατάσταση και να επινοήσουμε όλοι μαζί ένα σχέδιο αντιμετώπισης του κινδύνου λειτουργούμε σαν μια άμορφη μάζα, τσακωνόμαστε μεταξύ μας, αφήνουμε το δήμαρχο να σκορπά τον τρόμο με τις τσιρίδες του, τον παπά να καλεί τους πιστούς σε μετάνοιες και να περιμένει το Θεό να κάνει το θαύμα του, κάποιους να λένε ότι τα τέρατα θα φύγουν από μόνα τους και όλα θα γίνουν όπως πριν και κάποιους άλλους να μοιρολογούν και να ψάχνουν για αποδιοπομπαίους τράγους... Τα τέρατα όμως δε θα πάψουν να βρυχώνται. Η επιβίωση της κοινωνίας μας θα κριθεί από την ετοιμότητα και την αποτελεσματικότητά της. Και στην περίπτωσή μας, όπως λέει γλαφυρά και ο μεγάλος Κάρολος Ντίκενς δια στόματος του Πνεύματος των Φετινών Χριστουγέννων στο γερο-Σκρουτζ όταν εκείνος το ρωτά αν θα ζήσει τελικά ο άρρωστος μικρούλης Τιμ: «Αν δεν αλλάξει τίποτα στο μέλλον, τότε κανένα από τα αδέρφια μου τ’αγέννητα ακόμη (εννοεί τα μελλοντικά Χριστούγεννα) δε θα βρει εδώ τον μικρούλη Τιμ».

Είναι σαφές ότι με το σημερινό εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι ανθρωπίνως αδύνατο να διαμορφώσουμε και ένα στιβαρό αξιακό σύστημα. Και η κρίση αντί να μας ενώνει μας απομακρύνει. Δυστυχώς τώρα αναδεικνύονται οι αδυναμίες μας σε όλο τους το μεγαλείο. Όσο λοιπόν δε γνωρίζουμε ποιος είναι και τι έπραξε για την ανθρωπότητα ο Albert Schweitzer, όσο η μοναδική μας έγνοια σε τούτο τον τόπο θα είναι οι (κουτσουρεμένες) καλοκαιρινές μας διακοπές στο Κακοσάλεσι, όσο ο ωχαδερφισμός έχει γίνει δόγμα, όσο η κλασσική μουσική μας θυμίζει κηδεία, όσο δεν έχουμε καμία αίσθηση του τι συμβαίνει πέρα από την αυλή μας, όσο η συνωμοσιολογία γίνεται ευαγγέλιο και όσο η ημιμάθεια και η αμορφωσιά είναι τίτλος τιμής (εγώ έμαθα τη ζωή στο πεζοδρόμιο, τι να μου πουν οι επιστήμονες και τα βιβλία) τότε όπως βροντοφωνάζει το Πνεύμα των Φετινών Χριστουγέννων τραβώντας το μανδύα του και δείχνοντας στον τρομοκρατημένο πια Σκρουτζ δύο μικρά και εξαθλιωμένα παιδάκια που ήταν γαντζωμένα πάνω του:

 «Άνθρωπε! Κοίταξέ τα!».

«Είναι τα παιδιά σου, Πνεύμα;» τραύλισε με κόπο ο Σκρουτζ.

«Είναι τα παιδιά των Ανθρώπων», απάντησε το Πνεύμα κοιτάζοντας τα δύο αποκρουστικά πλάσματα στα πόδια του.

«Και γαντζώθηκαν πάνω μου, για να ξεφύγουν από τους πατεράδες και τις μανάδες τους. Αυτό το αγόρι είναι η Αμορφωσιά. Κι αυτό το κορίτσι η Φτώχεια. Να φυλάγεσαι κι από τα δύο. Μα πιο πολύ από το αγόρι. Γιατί στο μέτωπό του είναι γραμμένη η καταδίκη».

Sunday, February 17, 2013

Βία, ανεργία και αποσύνθεση...




Δε θα πω πολλά γιατί κατά καιρούς τα έχω γράψει στο blog μου. Μια παρατήρηση θέλω να κάνω σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις σε κοινωνία και οικονομία. Δυστυχώς η κατάσταση δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη. Πήραμε πάλι μια παράταση από τους δανειστές μας ώστε να «φτιάξουμε τα του οίκου μας» και αντί να ομονοήσουν πολιτικές δυνάμεις και κοινωνικοί εταίροι καθιερώνοντας ένα εθνικό μορατόριουμ ώστε να σωθεί η χώρα, αυτό που παρακολουθούμε είναι ένα κρεσέντο βίας και ανομίας. Η κυβέρνηση παίζει με τη φωτιά προσπαθώντας μεν να εφαρμόσει το νόμο αλλά καταφεύγοντας σε ακραίες ενέργειες βίας που δυναμιτίζουν το ήδη πολωμένο κλίμα. Καθημερινά παρακολουθούμε συγκρούσεις των ΜΑΤ με τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας οι οποίες βέβαια αρνούνται να συναινέσουν σε βίαιες και απότομες αλλαγές. Η αντιπολίτευση προσπαθεί να αποκομίσει τα όποια πολιτικά οφέλη πρωτοστατώντας σε όλες ανεξαιρέτως τις κινητοποιήσεις ενώ η κοινωνία χάσκει αποχαυνωμένη και παγιδευμένη σε μια διελκυστίνδα μεταξύ δύο άκρων. Εν τω μεταξύ η επίσημη ανεργία σκαρφάλωσε στο 27% και φαίνεται ότι τους επόμενους μήνες θα σπάσει το φράγμα του 30%! Αυτό το νούμερο είχαν πιάσει μόνο η Αμερική μετά το μεγάλο κραχ του 1929 αλλά και η μεσοπολεμική Γερμανία λίγο πριν την άνοδο του Ναζισμού.

Είναι γνωστό ότι η μακροχρόνια ανεργία όχι μόνο διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό αλλά υπονομεύει και την οικονομία. Αν δεν αναστραφεί σύντομα αυτό το θανάσιμο σπιράλ ύφεσης και ανεργίας τότε οι εξελίξεις στο κοινωνικό μέτωπο θα είναι ραγδαίες επί τα χείρω φυσικά. Μία ολόκληρη γενιά νέων βλέπει τα όνειρά της να εξαφανίζονται και την πόρτα του μέλλοντος κλειστή επ' αόριστον ενώ ένας στους τρεις Έλληνες βρίσκεται πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας. Προσωπικά δε βλέπω φως γιατί η κοινωνία παραδέρνει ταλαιπωρημένη, εξαντλημένη και απογοητευμένη από την αναποτελεσματικότητα των εκάστοτε κυβερνήσεων να χειριστούν την κρίση. Το πρόβλημα επιδεινώνεται από την οικονομική δυσπραγία πολλών χωρών της Ευρώπης, την ασυνεννοησία μεταξύ του δημοσιονομικά υγιούς Βορρά και του καταχρεωμένου Νότου αλλά και την έλλειψη ευρωπαϊκής ηγεσίας με τόλμη και όραμα. Εδώ στην Ελλάδα η παραοικονομία, η διαφθορά, η ανομία και η έλλειψη λογοδοσίας ζουν και βασιλεύουν τρία ολόκληρα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Μόνιμα υποζύγια ο ιδιωτικός τομέας, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι ενώ η ολοκληρωτική διάλυση της μεσαίας τάξης, δηλαδή της ραχοκοκαλιάς κάθε υγιούς οικονομίας, είναι πια πολύ κοντά. Δεν μπορώ να φανταστώ πως θα ξεφύγουμε από αυτό το τέλμα. Είναι απορίας άξιον ότι συνεχίζουμε να σερνόμαστε σε έναν αποπνικτικό βάλτο και μάλιστα έχω πλέον την πεποίθηση ότι έχουμε αρχίσει να συνηθίζουμε και την αποφορά του. Δεν είναι λοιπόν μακριά η εποχή που θα μάθουμε να ζούμε όπως τα κράτη της Βόρειας Αφρικής τα οποία συνήθισαν τα νεο-αποικιακά καθεστώτα που ανέλαβαν την τύχη των χωρών αυτών μετά την ανεξαρτησία τους από τις ξένες δυνάμεις και τώρα κινούνται μεταξύ σφύρας και άκμονος πελαγοδρομώντας ανάμεσα στην ανέχεια και την απαξίωση και ψάχνοντας ταυτότητα, προσανατολισμό και προορισμό.

Δυστυχώς οι παθογένειες του συστήματος είναι βαθιά εμπεδωμένες και πολύ δύσκολα θα εκριζωθούν. Εδώ χρειάζεται ένα μεγαλόπνοο αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστικό αναπτυξιακό σχέδιο με έμφαση στη διαφάνεια και τις διαρθρωτικές αλλαγές. Ποιος όμως είναι αυτός που θα ηγηθεί αυτής της προσπάθειας; Αυτοί που μας έφεραν ως εδώ είναι ικανοί και έχουν τη θέληση να αναστρέψουν την πορεία προς την καταστροφή; Εκείνοι που ετοιμάζονται να μας κυβερνήσουν έχουν συναίσθηση της σοβαρότητας και της πολυπλοκότητας των προβλημάτων ή ετοιμάζονται και αυτοί να ζεστάνουν καρέκλες; Και τέλος εμείς ως κοινωνία είμαστε έτοιμοι να συναινέσουμε σε αλλαγές και τομές που θα αλλάξουν μια για πάντα τον τρόπο ζωής που ξέραμε ως τώρα; Πολύ φοβάμαι ότι έως ότου απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα θα ζούμε τον αργό και βασανιστικό θάνατο μιας κοινωνίας της οποίας το πρόσωπο έχει ήδη αρχίσει να παραμορφώνεται...